- παραδειγματίζω
- ΝΑ [παράδειγμα]1. προβάλλω κάτι προηγούμενο ως παράδειγμα («λαβὲ πάντας τοὺς ἀρχηγοὺς τοῡ λαοῡ καὶ παραδειγμάτισον αὐτοῡς κυρίῳ», ΠΔ)2. καθιστώ κάτι κατανοητό με παράδειγμα, καταδεικνύω κάτι με παράδειγμα3. διδάσκω κάποιον δίνοντάς του παράδειγμα («η τιμωρία παραδειγματίζει»)νεοελλ.1. τιμωρώ κάποιον για να σωφρονίσω και τους άλλους2. παθ. παραδειγματίζομαιδιδάσκομαι από το παράδειγμα, το πάθημα ή την τιμωρία κάποιου άλλουμσν.-αρχ.αποδεικνύω κάτι με παράδειγμααρχ.εκθέτω κάποιον σε κοινή θέα για παραδειγματισμό τών άλλων, διαπομπεύω.
Dictionary of Greek. 2013.